Χρώματα και Χρώματα.

Το χρώμα ξεκινά από τη φύση!

Η φύση είναι αυτή που μας χαρίζει απλόχερα χιλιάδες χρώματα και αποχρώσεις, παιχνίδια όλα, ουσιαστικά του φωτός και πηγή έμπνευσης για δημιουργία και προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη. Και παρ’ ότι οι χρωματικές προτιμήσεις και παραδόσεις της ανθρωπότητας συχνά αλλάζουν μέσα στους αιώνες ο ρόλος των χρωμάτων είναι και θα παραμείνει πρωταγωνιστικός και η εσωτερική, κρυμμένη σημασία τους θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί και να αιχμαλωτίζει τις ζωές μας.

Δυστυχώς, όμως πολύ λίγοι από εμάς το συνειδητοποιούμε.

Στην ταπεινή καθημερινότητά μας βομβαρδιζόμαστε διαρκώς με χρώματα, αλλά οι περισσότεροι από εμάς έχουμε χάσει την επαφή με τη σημασία τους. Η επίδρασή τους επάνω μας πολύπλευρη. Το σώμα μας ενεργοποιείται και ερεθίζεται από ορισμένα χρώματα, ενώ με άλλα ηρεμεί και ησυχάζει.

Τα χρώματα επίσης μπορούν να θεραπεύσουν ή αντίθετα να γίνουν επιβλαβή. Η υγεία των εσωτερικών μας οργάνων, η κυκλοφορία του αίματος, το νευρικό, λεμφικό και ενδοκρινικό μας σύστημα, όλες οι λειτουργίες του οργανισμού μας μεταβάλλονται διαρκώς κάτω από την επίδραση των χρωμάτων, τα οποία μας περιβάλλουν και στα οποία εκτιθέμεθα.

Το ίδιο συμβαίνει και στο πνευματικό και συναισθηματικό επίπεδο.

Η ανθρωπότητα, από νωρίς κατανόησε ότι τα χρώματα είναι μία από τις γλώσσες της ψυχής, γι’ αυτό και βλέπουμε ότι όλοι οι μεγάλοι ανθρώπινοι πολιτισμοί «μίλησαν» και με τα χρώματα και τους συμβολισμούς που περιέχουν. Όμως σιγά σιγά και με την έλευση της κοινωνίας της υπερκατανάλωσης και τον πολιτισμό της χωρίς όρια ανάπτυξης αυτή η γνώση φαίνεται ότι ξεχάστηκε.

Κι είναι πραγματικά απίστευτο (το ίδιο απίστευτο για τον υποτιθέμενα σύγχρονο άνθρωπο που αγνοεί ότι ο ήλιος δεν ανατέλλει απ’ την ανατολή παρά μόνο δύο ουσιαστικά φορές το χρόνο!), το ότι πριν από 100 ή 200 ένας ευρωπαίος γνώριζε ποια χρώματα να χρησιμοποιήσει στο σπίτι του κι εμείς σήμερα, στο 2004 το αγνοούμε. Το ίδιο απίστευτη είναι και η σημερινή άγνοια για τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία των χρηστών ενός δομημένου χώρου η χρήση τοξικών και επικίνδυνων χρωμάτων…

«Χρώματα» και Χρώματα

Βάφουμε πρώτα και κύρια για να προστατεύσουμε μια επιφάνεια, έναν τοίχο, μια οροφή, ένα κούφωμα, ένα έπιπλο από τη φθορά του χρόνου, την οξείδωση ή την προσβολή του από μύκητες, ακάρια, έντομα κ.λ.π.

Κι έπειτα, φυσικά (και αν διαθέτουμε γνώση!) για να δώσουμε, μέσω της εκλογής μιας χρωματικής παλέτας, ζωή, κίνηση, ηρεμία ή οτιδήποτε άλλο θελήσουμε στην προσωπική μας ζωή.

Βάφουμε, όμως με τι;

Τα συνηθισμένα, χημικά χρώματα περιέχουν δεκάδες ουσίες επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία. Βαρέα μέταλλα ή πτητικές ενώσεις που ευθύνονται – σε σημαντικό βαθμό – για σοβαρά προβλήματα  υγείας, στον εσωτερικό χώρο ενός κτηρίου. Η συνεισφορά τους στο λεγόμενο σύνδρομο του άρρωστου κτηρίου είναι σημαντική (SICK BUILDING SYNDROM).

Τολουόλιο, βενζόλιο, τριμεθυλοβενζόλιο, ναφθαλένιο, αλιφατικοί διαλύτες, ακετόνη, δωδεκανικά οξέα και δεκάδες άλλες πτητικές οργανικές ενώσεις, μεταξύ των οποίων και η φορμαλδεϋδη, που ενοχοποιείται σήμερα, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ακόμη και για περιπτώσεις καρκίνου…

Το όριο υγεία που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τους εσωτερικούς ρύπους (0,1 p.p.m. – 120 mg/m³) έχει αποδειχθεί σε δεκάδες μετρήσεις που έχουν γίνει στην Ελλάδα ότι ειδικά στα δημόσια κτήρια, έχει καταστρατηγηθεί με τιμές 5 έως και 10 φορές πιο αυξημένες.

Και δυστυχώς στην Ελλάδα του 2004 κανένας δεν ενδιαφέρεται να προστατεύσει τους πολίτες από τα τοξικά οικοδομικά υλικά (κι ας μη μιλήσουμε καλύτερα για το τι γίνεται με τον αμίαντο…)



Σπάνιες χρωστικές.

Terraced mineral deposits beneath Canary Sprin...

Image via Wikipedia

Σπάνιες χρωστικές

Οι σπάνιες χρωστικές που έχουν εντοπιστεί στα μνημεία της Μακεδονίας είναι : lead white, κιννάβαρης, malachite, serpentine, conichalcite, ροζ και βιολέ organic lakes και φύλλα χρυσού.

 

Το lead white, ένα αδιαφανές, θαμπό λευκό, ένα από τα πρώτα τεχνητά κατασκευασμένα χρώματα, χρησιμοποιούνταν κυρίως στη ζωγραφική διακόσμηση μαρμάρου και λίθου, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στον τάφο της Ευρυδίκης στη Βεργίνα. Το χρώμα αυτό συναντάται σε μνημεία όπως στον τάφο του Αγίου Αθανασίου, αλλά όχι σε σχέση με την τεχνική του φρέσκο, καθώς η χρωστική αυτή, όπως λέει ο Πλίνιος προτιμούσε τη στεγνή επιφάνεια και όχι το νωπό σοβά. Το lead white χρησιμοποιούνταν καθαρό για να τονίσει κάποια σημεία σε σχέση και με την ύπαρξη σκούρου βάθους, αντικαθιστώντας το λευκό ανθρακικό ασβέστιο (calcium carbonate white). Γενικά πάντως εξαιτίας της αδιαπερατότητας και του μεγάλου βαθμού διάθλασής του, δεν ήταν κατάλληλο για τέτοιες επιφάνειες. Όταν η χρωστική αυτή αναμειγνύονταν με άλλες, τότε δημιουργούσε φωτεινές αποχρώσεις. Τέλος ως υπόστρωμα σε μία ροζέ οργανική ερυθρολακκίνη αύξανε την ένταση του χρώματος της διάφανης οργανικής χρωστικής, δημιουργώντας ένα ομοιογενές και όχι πορώδες στρώμα το οποίο δεν απορροφούσε την οργανική ερυθρολακκίνη (organic lake). Το leadwhite σε επαφή με το νερό μπορούσε να γίνει μαύρο. Αποχρωματισμός της εν λόγω χρωστικής έχει παρατηρηθεί σε επιτύμβιες στήλες από τη Βεργίνα.

Η καθαρή κιννάβαρις ήταν ένα mercury (υδραργυρικός) sulfide, το δεύτερο σε χρήση κόκκινο στη Μακεδονία, χρησιμοποιούνταν σχετικά σπάνια και έδινε ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα (εικ.3). Το χρώμα αυτό δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το εφέ του chiaroscuro/ φωτοσκίασης εκτός εάν αναμειγνύονταν με λευκό ή αν ανακατεύονταν με άλλες χρωστικές. Ο Πλίνιος χαρακτηρίζει την κιννάβαρι σαν ένα σκληρό χρώμα, γι’ αυτό λέει πως οι ζωγράφοι προτιμούσαν την κόκκινη ώχρα ή την ώχρα της Σινώπης, αφήνοντας την κινννάβαρι για μονοχρωμίες ή ακόμη και για το γράψιμο επιγραφών σε τοίχους και στήλες, αν και όταν αναμειγνύονταν με ανθρακικό ασβέστιο ή με μολύβδινο λευκό (lead white) παρήγαγε ένα κατάλληλο χρώμα για την απόδοση της ανθρώπινης επιδερμίδας.

Σπάνια ήταν επίσης και η χρήση ενός άλλου λαμπρού χρώματος, του μαλαχίτη ενός ορυκτού που αποτελείται από ανθρακικό χαλκό και ο οποίος ταυτίζεται μάλλον με τη χρυσόκολλα των αρχαίων. Η χρυσόκολλα συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα ανθηρά χρώματα, με ιδιαίτερη λαμπρότητα και υψηλό κόστος. Σύμφωνα με τον Πλίνιο (Nat. Hist. 33.89) η δεύτερη καλύτερη ποιότητα αυτής της χρωστικής παράγονταν στη Μακεδονία, αλλά παρ’ όλα αυτά το εν λόγω χρώμα εντοπίζεται μόνο σε δύο ταφικά μνημεία της περιοχής, το θρόνο της Ευρυδίκης και τον τάφο ΙΙΙ από την Αίνεια. Πιο συχνά συναντάται ο μαλαχίτης αναμεμειγμένος με άλλα ορυκτά.

Ένα πράσινο χρώμα ήταν ο κονιχαλκίτης, ένα calcium copper arsenate, πιο σκούρο από το μαλαχίτη και με πιο χοντρό στον κόκκο του, το οποίο το συναντάμε αναμεμειγμένο με μαλαχίτη στον τάφο της Αίνειας ή και καθαρό στον τάφο ΙΙ της μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας. Πρόκειται για ένα σπάνιο ορυκτό το οποίο δεν αναφέρεται στις πηγές και συναντάται μόνο στο μνημείο της Βεργίνας αυτό ως καθαρή χρωστική, καθώς και σε μία Κόρη του 5ουαιώνα από την Ακρόπολη αλλά αναμεμειγμένο με μαλαχίτη και αιγυπτιακό μπλε. Το σπάνιο αυτό χρώμα διαθέτει ιδιαίτερη λάμψη και ένταση όταν χρησιμοποιείται καθαρό. Η σφαιρική μορφολογία των χοντρών μορίων του αποδεικνύουν ότι ο κονιχαλκίτης χρησιμοποιούνταν χωρίς σύνθλιψη, με σκοπό τη διατήρηση της έντασης του χρώματός του.

Οι ροζέ και βιολετί χρωστικές που προέρχονται κυρίως από mader lake ερυθρολακκίνη, ένα φυσικό οργανικό χρώμα από τη ρίζα του φυτού Rubbia tincotrum, χρησιμοποιούνταν για ένα πλήθος τόνων, από άτονο ροζ μέχρι βιολετί και μοβ, καθαρό στους πιο φωτεινούς τόνους και αναμεμειγμένο με αιγυπτιακό κυανό στους πιο σκοτεινούς. Το πιο πιθανό για τις οργανικές ερυθρολακκίνες είναι ότι αναμειγνύονταν με το Αιγυπτιακό κυανό σε στεγνή μορφή σκόνης και όχι στην παλέτα του ζωγράφου. Μάλιστα όλες οι οργανικές ερυθρολακκίνες διατηρούσαν τη λαμπρότητά τους και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην ελληνιστική περίοδο.

Οι σπάνιες και λαμπρές χρωστικές ουσίες στην αρχαιότητα εμπλουτίζονταν με τη χρήση διαφόρων μεταλλικών χρωστικών, όπως το υψηλής ποιότητας καθαρό φύλλο χρυσού. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα χρήσης αυτής της πολύτιμης χρωστικής αποτελεί ο θρόνος από το τάφο της Ευρυδίκης στη Βεργίνα. Ο Πλίνιος (Nat. Hist. 33, 62) αναφέρεται στη χρήση των φύλλων χρυσού ενώ μάλιστα παραθέτει μία αναλυτική συνταγή για την προετοιμασία ενός υποστρώματος γι’ αυτό, μέσω της ανάμειξης σινώπης από τον Πόντο, φωτεινής κίτρινης ώχρας και ελληνικής γης από τη Μήλο.

 

 

Περί χρωστικών συνέχεια.

gl:Limonita,

Image via Wikipedia

Tο calcium carbonate white ήταν το πιο σύνηθες από τα χρώματα της επιτοίχιας διακόσμησης, είτε αναμεμειγμένο με άλλα χρώματα για τη δημιουργία πιο φωτεινού τόνου είτε σκέτο και παχύ για δημιουργία εντυπωσιακών λεπτομερειών / highlights.


Η χρήση του μαύρου ήταν εξίσου σημαντική μ’ αυτή του άσπρου καθώς αυτό είναι που παράγει όλους τους σκοτεινούς τόνους και τις σκιές. Το μαύρο προέκυπτε από ασβέστη και κάρβουνο, αλλά αυτό που προέρχονταν από την καπνιά, ήταν πολύ καλύτερης ποιότητας κυρίως για τα προσχέδια.

Οι φυσικές ώχρες, δηλαδή limonite, goethite και αιματίτης, χρησιμοποιούνταν άφθονα σε μία πληθώρα χρωμάτων από άτονο κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο μέχρι κόκκινο καφέ. Οι χημικές αλλά και φυσικές ιδιότητές τους τις καθιστούν εύκολες στη χρήση σε επιτοίχιες συνθέσεις, ενώ παράλληλα βρίσκονται, δουλεύονται και αναμειγνύονται εύκολα με άλλες χρωστικές. Επιπλέον προσκολλώνται καλά σε μία βάση ασβέστη, διαρκούν πολύ και διαθέτουν μεγάλη αδιαπερατότητα. Μάλιστα όταν αναμειγνύονται μεταξύ τους, με άσπρο ή μαύρο δημιουργούν μεγάλη γκάμα σκιών απαραίτητων για το την τεχνική του chiaroscuro. Ο Πλίνιος αναφέρεται αναλυτικά στις ώχρες λέγοντας πως χρησιμοποιούνταν εκτενώς για σκιές και φως ανάλογα.

Ο καθαρός αιματίτης η σημαντικότερη χρωστική κόκκινου χρώματος και μοναδική σε ορισμένα μέρη όπως στην Πύδνα, δίνει χρώμα κόκκινο κορεσμένο, λόγω της καθαρότητας και λόγω του μεγέθους του κόκκου του. Το ενδιαφέρον με τις κόκκινες ώχρες ήταν ότι το άλεσμά τους αύξανε ιδιαίτερα τη δύναμή τους ως χρωστικών. Επομένως, όσο πιο καλής ποιότητας ήταν μία ώχρα, τόσο πιο έντονο ήταν το αποτέλεσμά της. Ο ρόλος αυτών των χρωστικών, για την παραγωγή νέων χρωμάτων μέσω της ανάμειξης είναι μεγάλη σημασίας. Οι μοβ τόνοι προέκυπταν για παράδειγμα από την ανάμειξη της κόκκινης ώχρας με το μαύρο (carbon black), το αιγυπτιακό κυανό και το violet lake. Οι θερμοί τόνοι προέρχονταν από την ανάμειξη κίτρινης ώχρας, carbon black και ανθρακικό ασβέστιο (calcium carbonate).

Οι πράσινες αποχρώσεις προέκυπταν από ανάμειξη κίτρινης ώχρας με carbon black για τις ζεστές αποχρώσεις και με Αιγυπτιακό κυανό για τους πιο ψυχρούς τόνους. Πάντως γεγονός είναι ότι στα Μακεδονικά μνημεία δεν συναντούμε συχνά καθαρούς πράσινους τόνους. Πάντως οι αρχαίοι γνώριζαν πως με την ανάμειξη κίτρινου και μαύρου παράγονταν το πράσινο, όπως αναφέρει και ο Πλάτωνας στον Τίμαιο (68c), αν και οι Πλίνιος και Βιτρούβιος δεν αναφέρουν καθόλου σχετικές οδηγίες για την παραγωγή του πράσινου χρώματος.

Από τις μπλε χρωστικές το Αιγυπτιακό κυανό, είναι το πιο σύνηθες μπλε της αρχαιότητας και πολύ σημαντικό για τη διακόσμηση αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, ζωόμορφων παραστάσεων, αλλά και για την απόδοση του εκάστοτε φόντου. Οι αρχαίοι τεχνίτες και ζωγράφοι φαίνεται να ήταν πολύ εξοικειωμένοι με τη χρήση αυτής της αμμώδους χρωστικής που το χρώμα της άλλαζε ανάλογα με το μέγεθος του κόκκου της, ώστε όσο πιο χοντρός ήταν ο κόκκος, τόσο πιο μαύρη να είναι η απόχρωση. Γενικά στα μνημεία της Μακεδονίας συναντάμε πλήθος αποχρώσεων που προέρχονται από τη διαφορετική σύνθλιψη ή από την εφαρμογή αιγυπτιακού μπλε επάνω σ’ ένα υπόστρωμα μαύρου (εικ. 4). Ο Πλίνιος (Nat. Hist. 35, 162) αναφέρει ότι όσο πιο ανοιχτός ήταν ο τόνος του μπλε, τόσο πιο ακριβό ήταν αυτό, προφανώς γιατί χρειάζονταν περισσότερα στάδια επεξεργασίας, όπως πλύσιμο και σύνθλιψη. Το Αιγυπτιακό κυανό αναμειγνύονταν με ροζ και βιολετί οργανική ερυθρολακκίνη (organic lakes) για την παραγωγή μοβ αποχρώσεων, με κίτρινες ώχρες για την παραγωγή πράσινου και με λευκό και μαύρο για την παραγωγή ενός ψυχρού γκρι.

Χρωστικές από μανιτάρια.

Πριν την ανακάλυψη των τεχνικών χρωστικών ουσιών, οι βαφές είχαν κυρίως φυτική προέλευση. Το μυστικό τους κρατιόταν καλά φυλαγμένο (ευρεσιτεχνία της εποχής) αφού αντιστοιχούσε σε πολλά κέρδη. Μεταξύ άλλων, χρησιμοποιήθηκαν βαφές από μανιτάρια, αφού αυτά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία χρωμάτων. Οι χρωστικές ουσίες τους εντοπίζονταν στην κυτταρική μεμβράνη και στο κυτόπλασμα. Μέχρι τώρα έχουν εντοπισθεί 100 περίπου τέτοιες ουσίες, που δίνουν πάνω από 1.100 διαφορετικές αποχρώσεις.


Γενικά, τα χρώματα των μανιταριών δεν είναι σταθερά, αλλά μεταβάλλονται με τις καιρικές συνθήκες και την ηλικία τους. Οι χρωστικές των μανιταριών όταν διαλύονται στο νερό μπορούν να βγάλουν υφαντικά υλικά, άλλες απ’ ευθείας, άλλες αφού προστεθούν σταθεροποιητές, όπως άλατα αργιλίου, σιδήρου, χρωμίου, στάχτη, ξίδι, κτλ.

Οι ασκομύκητες δίνουν χρώματα καστανά, ανοιχτοπράσινα, βερικοκιά, κ.α.

Οι βασιδιομύκητες δίνουν χρώματα κόκκινα, ρόδινα, βυσσινί, κίτρινα, πράσινα κ.α.

Οι βωλίτες δίνουν χρώματα κίτρινα, μουσταρδιά, λεμονί, λαδοπράσινα κ.α.

Οι ίσκες δίνουν χρώματα πορτοκαλί, κίτρινα, καστανά, μουσταρδί, κ.α.

Χρωστικές πρώτες ύλες.

Χρώματα

Χρώμα, ονομάζεται κάθε υγρό που περιέχει μία χρωστική ουσία, διαλυμένη. Τα κύρια συστατικά των χρωμάτων και των βερνικιών, διακρίνονται σε φορείς, χρωστικές ύλες, ρητίνες και σε διαλυτικά και στεγανωτικά υλικά.

Οι φορείς είναι τα βασικά υλικά των χρωμάτων και των βερνικιών, τα οποία καθιστούν δυνατή την ομοιόμορφη κατανομή των χρωστικών ουσιών και των ρητινών. Περαιτέρω, βοηθούν στην προσκόλληση των μορίων των χρωστικών ουσιών και των ρητινών στην επιφάνεια βαφής.

Οι χρωστικές ουσίες, οι οποίες αποτελούν το σώμα του χρώματος, δίνουν τους διάφορους χρωματισμούς στις βαφόμενες επιφάνειες και βρίσκονται διαλυμένες μέσα στον υγρό φορέα.

Οι ρητίνες αποτελούν το σώμα των βερνικιών.

Τα διαλυτικά υλικά, χρησιμοποιούνται στα χρώματα και στα βερνίκια για να δώσουν την επιθυμητή πυκνότητα, ώστε να διευκολύνεται η καλή εφαρμογή τους.

Τα στεγανωτικά ρυθμίζουν το χρόνο στερεοποιήσεως των χρωμάτων και των βερνικιών. Η στερεοποίηση των χρωμάτων και των βερνικιών, που χρησιμοποιούνται στα δομικά έργα, γίνεται διά της έκθεσής τους στον ατμοσφαιρικό αέρα. Μετά την εξάτμιση του διαλύτη ή την οξείδωση του ελαίου ή των ρητινών, ακολουθεί σκλήρυνση. Μετά την σκλήρυνση, δεν είναι δυνατή η επαναφορά τους στην υγρή κατάσταση. Τα χρώματα χρησιμοποιούνται στα δομικά έργα, για την προστασία από τη διάβρωση των δομικών έργων, για λόγους διακόσμησης και αισθητικής, αλλά και για λόγους υγιεινής. Από τον συνδυασμό των παραπάνω, γίνεται και η εκλογή του χρώματος βαφής μίας επιφάνειας.

Χρωστικές ουσίες:

Οι χρωστικές ουσίες πρέπει ναι έχουν τις παρακάτω ιδιότητες:

  • Λεπτότητα κόκκων, για να επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη κατανομή
  • Σταθερότητα χρωματισμού προ της χρήσεως
  • Μεγάλη καλυπτική ικανότητα, δηλαδή, ικανότητα κάλυψης όσο το δυνατόν μεγαλύτερης επιφάνειας, με την αυτή ποσότητα του χρώματος
  • Ανθεκτικότητα έναντι της θερμότητας
  • Χημική αδράνεια έναντι του υλικού πάνω στο οποίο θα γίνει η επίχρωση
  • Οι χρωστικές ουσίες διακρίνονται ως προς την προέλευση, σε φυσικές και συνθετικές, ως προς τον χρωματισμό και ως προς τη χημική συμπεριφορά, έναντι του υλικού της προς βαφή επιφάνειας.